Όταν ξυπνάς με στραβό μάτι, όλα σου φαίνονται βουνό. Τα μικρά, τα καθημερινά, τα ασήμαντα. Αδύνατον να τα αντιμετωπίσεις. Τον καφέ στην καφετιέρα. Αδύνατον να τον βάλω. Ντους και ντύσιμο : Αδύνατον! Τι ημερομηνία έχουμε σήμερα. Αδύνατον!
- -Καλημέρα!
- -Αι σιχτίρ!
Μπλακ άουτ. Δεν λειτουργώ, δεν επικοινωνώ, δεν αποκωδικοποιώ. Πρέπει να πάρω μια αντιβίωση. Παω στο ντουλάπι με τα φάρμακα, κάθομαι μες στη μέση σαν την ηλίθια. Γιατί είμαι εδώ; Δεν θυμάμαι! Χάπι; Α, ναι! Ανοίγω το φαρμακείο! Δισκία, αμπούλες, κολλύρια, αντιϊσταμινικά, σιρόπια… Στήλη άλατος. Ποιο φάρμακο θέλω; Ποιο ψάχνω; Γιατί ήρθα εδώ που ήρθα; Τι πρόβλημα έχω; Τι με πονάει; Μέχρι να θυμηθώ τη ρημάδα την αντιβίωση, έρχεται η ώρα για την επόμενη δόση.
Έχω γεμίσει το γραφείο μου post it. Αυτά τα μικρά κίτρινα χαρτάκια που τα κολλάς για να σου υπενθυμίζουν την ζωή σου : Που τηλεφωνάς, τι λες, που πας, τι επιδιορθώνεις, πότε τηλεφωνάς στο σχολείο του παιδιού, πότε το καθαριστήριο, πότε η δόση των ασφάλιστρων, πότε η τράπεζα. Τέλειωσε το γάλα, φρυγανιές δεν έχουμε, πάτους για τα παπούτσια να πάρω.
Μια φίλη με πρόβλημα που σε χρειάζεται δίπλα της – κι αυτή ακόμα έγινε post it. Kι αυτήν ακόμα την κρέμασα στον τοίχο. Κι αυτήν ακόμα φοβήθηκα μην την ξεχάσω… «Να μην ξεχάσω γάλα, φρυγανιές κι ανθρώπινη επικοινωνία!»
Ξέρω! Ούτε η πρώτη είμαι, ούτε η τελευταία. Όλοι μας, εξουθενωμένοι άνθρωποι. Διαλυμένοι. Αλλού πατάμε, αλλού βρισκόμαστε. Βήματα που σέρνονται. Βλέμματα που σέρνονται. Λέξεις που σέρνονται… Χωρίς αποστολέα… Χωρίς παραλήπτη…Με βλέπω. Μας βλέπω.
Κι ύστερα πέφτω στις διαφημίσεις. Στα τηλεοπτικά σποτς μια «άλλης ζωής»: Όλοι ξεκούραστοι. Φράπες που μόλις σηκώθηκαν από τον τέλειο οκτάωρο ύπνο. Κομψοί, γοητευτικοί, γελαστοί. Οικογένειες που δεν τσακώνονται ποτέ. Ζευγάρια μες στα μέλια και τα σιρόπια. Γυναίκες που φτιάχνουν το πρόγευμα των παιδιών – άγριο χάραμα αυτό τώρα – ντυμένες και μακιγιαρισμένες στην εντέλεια. (Τι διάολο, με ισόβιο τατουάζ το έχουνε αυτές το κραγιόν;)
Άνθρωποι που το σωστό προϊόν δίνει νόημα στη ζωή τους: Αυτοκίνητο. Ξεβουλωτικό λεκάνης. Σερβιετάκι. Γιαούρτι. Ειδικά το γιαούρτι… Έτσι και φας το σωστό γιαούρτι με τα σωστά λιπαρά, κρατάς στην παλάμη σου, το μυστικό της ευτυχίας. Κάτι παραπάνω ξέρουν η γιαγιά με τον εγγονό που το μοιράζονται. Κι εκμηδενίζουν έτσι το χάσμα γενεών!
Και οι λεκέδες από σοκολάτα στου παιδιού τα ρούχα. Τα ‘πλυνες, τα σιδέρωσες, του τα φόρεσες τσίλικα, τα έκανε σκατά. Η μάνα η κανονική, εκνευρίζεται. Αγχώνεται. Θυμώνει. Η μάνα η διαφημιστική χαμογελάει. Χαϊδολογάει το «νοικιασμένο» βλαστάρι της! Με καλή καρδιά και το σωστό απορρυπαντικό κι όλα αντιμετωπίζονται.
Ε, λοιπόν, σας έχω νεα, κορίτσια: ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΛΕΚΕΔΕΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΒΓΑΙΝΟΥΝ! ΜΕ ΚΑΝΕΝΑ ΑΠΟΡΡΥΠΑΝΤΙΚΟ!
Οι άνθρωποι των διαφημίσεων δεν έχουν πονοκέφαλο, δόσεις να πληρώσουν, έξωση να αντιμετωπίσουν. Ο άντρα τους δεν έχει γκόμενα. Το παιδί τους αριστούχο. Η πεθερά τους τις λατρεύει. (Αγκαλιά στον καναπέ, μοιράζονται τα σοκολατάκια!) Ο ουρανός ανέφελος, ο ήλιος λάμπει! Δεν υπάρχουν καιρικά φαινόμενα και μετεωρολόγοι. Μόνο γλέντια, χαρές, παραλίες, τέλεια σπιτικά, τέλειες οικογένειες! Τέλεια ζωή!
Σήμερα, ξύπνησα με στραβό μάτι. Θέλω να σπάσω το καντράν της τηλεόρασης. Να χιμήξω μέσα στην οθόνη. Να γίνω μια εργαζόμενη μητέρα – σαν αυτές στις διαφημίσεις. Θέλω το παιδί μου να γίνει ένα αγοράκι – σαν αυτά των διαφημίσεων. Δεν θέλω τη σάρκα και το αίμα. Τον πόνο και το αδιέξοδο. Την αγωνία και τη μοναξιά. Θέλω το γιο μου με σοκολατένιο μπλουζάκι κι εγώ απίκο στο πλυντήριο με εκ γενετής κραγιόν και μάσκαρα!
Θέλω το παιδί μου κι εγώ να γίνουμε διαφήμιση. Πάρε φόρα, Παύλο! Πηδάμε στο κενό! Πάρε φόρα, αγόρι μου και κράτα με σφιχτά απ’ το χέρι!
ΕΛΕΝΑ ΑΚΡΙΤΑ